Tuesday, April 17, 2007

Jean-Claude Izzo
(20/61945-26/01/2000)

Les marins perdus - 1997


Το γράφει σε ηλικία 52 ετών, επίσης! Πεθαίνει, τρία χρόνια μετά, από καρκίνο του πνεύμονα.


Τα σχόλια/Οι παρατηρήσεις

· Ο Izzo της Μεσογείου, του γυναικείου σώματος, της καθημερινότητας και του νόστου, της απεραντοσύνης και του κλειστόφοβου. Και πάνω από όλα, ο Izzo της μεγάλης του ερωμένης, της Μασσαλίας του, από την οποία κι’ αν, όταν απογοητευμένος, έφευγε, σ’ αυτήν πάντα ξαναγύριζε, γιατί ένα με το φως της. Και με τις σκιές της...

· Οι σκηνογραφίες του Izzo είναι ιδιαίτερα υπογραμμισμένες, τα κοντράστ του φωτισμού εξαιρετικά έντονα. Από το διατρητικό φως στη θάλασσα και στους λόφους της πόλης, στο ημίφως των φτηνότατων καμπαρέ και στο σκοτάδι των διαδρόμων ενός καραβιού-κουφάρι αναμνήσεων και ανώφελης ελπίδας.

· Πληθώρα χαρακτήρων, οι πρωταγωνιστές απόλυτα αναγνωρίσιμοι, αλλά και οι δευτερεύοντες ρόλοι, κύρια γυναίκες, πάντα οιονεί παρόντες. Ακόμα και όταν απούσες, σειρήνες και ερινύες, λαοκόντεια συμπλέγματα που έλκουν -με δύναμη καταλυτική- άντρες στο όριο της μοναξιάς και της απόγνωσης. Και στον αφανισμό. Αναπότρεπτα.

· Η ατμόσφαιρα του Izzo συχνά αγγίζει και όχι σπάνια ξεπερνάει τον κορεσμό. Όλα είναι στον υπερθετικό. Το συναίσθημα, η μνήμη, η απόγνωση, η τύψη, ο φόβος, ο φόβος της λήθης και της εγκατάλειψης. Άνθρωποι που έχουν έρθει από τις γωνιές της Μεσογείου για να διασταυρωθούν στην αποξένωση και στον τρόμο, τον τρόμο μη ξεχαστούν και μη ξεχάσουν.

· Υπάρχει μία θεατρικότητα στον Izzo, μία εξαιρετική αίσθηση του διαλόγου, και μία οικονομία που δίνει στιβαρότητα και αξιοπιστία. Και μία ένταση, συχνά αφόρητα πνιγηρή, που δεν την προσφέρουν τα επίθετα, αλλά τα ουσιαστικά και οι εικόνες.

· Από την άλλη, ο Izzo δεν είναι του υπαινιγμού και του έμμεσου. Όλα, σκέψη, πράξη, αίσθημα, όλα καταιονισμένα με το φως της Μεσογείου, συχνά εκτυφλωτικά έντονο, και, παρ’ όλα αυτά, σχεδόν μεταφυσικό, χωρίς σκιές... Αν ο Izzo είναι νουάρ, είναι από τους πιο φωτισμένους...

· Και εδώ μία γλώσσα εύρημα, ναυτισμοί και Μαρσεγέζικη αργκό, κουβέντες από τα πέρατα της Μεσογείου, από το άναρχο των διαλόγων στο δομημένο της αφήγησης, σχεδόν κάθε παράγραφος κρύβει έναν μικρό ή έναν μεγάλο θησαυρό. Και είναι στον αναγνώστη-πειρατή-με-το-ξύλινο-πόδι, να τον ανακαλύψει...

Ο μύθος
Η θάλασσα και η μοναξιά. Μακριά από οτιδήποτε ρομαντικό ή το ποιητικό. Αντίθετα, ό,τι σκληρό και χωρίς επιτήδευση απάνθρωπο. Άντρες που η ανάγκη, ή, απλά, η θάλασσα ερωμένη, η θάλασσα σειρήνα, σπρώχνει μακριά από ζεστές αγκαλιές, ή που τις επιτρέπει σαν σύντομο διάλειμμα, και που αναβάλλει την επιστροφή σ’ αυτές, όταν δεν την αποκλείει.

Τρεις ιστορίες, η ιστορία του Abdul, του Διαμαντή και του Nedim. Ιστορίες παράλληλες. Όπου τέμνονται, θα είναι για τον καβγά ή για τον θάνατο. Κι’ όλες να πατάνε με το ένα πόδι σε ένα σαπιοκάραβο που αλλάζει με τη σκουριά του και με το άλλο σε φτηνά μπορντέλα που περιμένουν να πληρωθούν, ιστοί ανθρωποφάγου αράχνης, τους τόκους της μοναξιάς.

Σαν δομή και σαν εξέλιξη, η ιστορία είναι απλή. Για αρκετά μετά τη μέση του βιβλίου συνεχίζεις να διερωτάσαι αν ο μύθος υπακούει στις νόρμες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αν θεωρηθεί ότι νόρμες υπάρχουν. Στον Izzo είσαι σε ένα νουάρ με σαφές κοινωνικό περίγραμμα. Η έμφαση στις αρχές τις ιστορίας, σχετικά με τη χρεοκοπία του πλοιοκτήτη -χρεοκοπία των κανόνων δικαίου περισσότερο- και οι συνέπειές της στο πλήρωμα, συνέπειες όχι μόνο οικονομικές, σκιαγραφούν τον Izzo του PCF, της περιόδου 1968-1978, αλλά και των άλλων λιγότερο ριζοσπαστικών περιόδων του συγγραφέα -η κοινωνική ευαισθησία δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Izzo, τον στρατευμένο είτε με την Καθολική Νεολαία, είτε με τους Σοσιαλιστές, είτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα-.

Η ιστορία των τριών “καταραμένων” ναυαγών της ξηράς δίνει την ευκαιρία στον Izzo να καλύψει όλο το δυνατό εύρος “λύσεων”. Ο θάνατος για τον Nedim, η κάθαρση της καταδίκης και η φυλακή για τον Abdul, η ατιμωρησία-διαφυγή για τον Διαμαντή, σε συνδυασμό με την παρουσία του από μηχανής θεού στο πρόσωπο -και στο σώμα- της Μariette. Ένας μύθος εξαιρετικά σκληρός που, πάντως, κλείνει περίπου κατ’ ευχήν. Εδώ βρίσκω μία -όχι και τόσο- μικρή ασυνέπεια στη σκληρότητα του μύθου, ίσως και μία απόφαση “βολέματος”, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Έχουμε μία συνεχή διαδρομή σε συνεπές μαύρο, να κλείνει επάνω σε έναν τοίχο σε ροζ απόχρωση, που ξαφνιάζει. Θα ήταν, πιθανώς, συνεπέστερο για τον εξ ίσου “καταραμένο” Διαμαντή, μία


κατάληξη που θα τον καταδίκαζε -σαν έναν άλλον Ιπτάμενο Ολλανδό- σε ένα στο διηνεκές ταξίδι!...

Λέω, ίσως!...


Οι χαρακτήρες

Ο Nedim:

Το κλασικό προφίλ του “misfit”, του σωστού αριστερού παπουτσιού στο σωστό δεξί πόδι. Ο δεν-μπορεί-περισσότερο-αγρότης που η ανάγκη τον σπρώχνει στη θάλασσα, στο ρευστό, αυτόν που έχει ανάγκη από ένα κλαδί για να κρατιέται. Ο πονηρός που όλοι δέρνουν, ο έξω καρδιά, ο ανοιχτός σε όλα, ο όπου λιμάνι και πατρίς, ο αχαλίνωτος αγοραστής του αγοραίου έρωτα, όπου του δοθεί η ευκαιρία, η γυναίκα, η όποια γυναίκα.

Αν κανείς ψάχνει τη συνέπεια σαν προεξάρχον λογοτεχνικό στοιχείο ενός χαρακτήρα, ο Nedim είναι ο συνεπέστερος χαρακτήρας του Izzo στους Βατσιμάνηδες. Ξέρεις τι θα κάνει στην επόμενη σελίδα, γιατί είναι ο τελευταίος που θα μάθει από τα λάθη του, γι’ αυτόν που το μάθημα είναι πάθημα και τίποτα πάρα πέρα. Και που θα επαναστατήσει στον καπετάνιο του μόνο για μια γυναίκα που δεν έχει καν κατακτήσει, γιατί έτσι “πρέπει”.

Ο Abdul Aziz:

Νομίζω ότι ο Abdul είναι ο πιο σύνθετος, αλλά και ο πιο άνισος χαρακτήρας του βιβλίου.

Σύνθετος, γιατί o πιο δεμένος με τις ρίζες του και συγχρόνως ο πιο “όμηρος” της θάλασσας, για την υποχρέωση που πιστεύει ότι έχει απέναντι σε έναν επαγγελματία της απάτης που έσωσε την οικογένειά του, αλλάζοντας τη ρότα ενός από τα καράβια του. Ο Abdul είναι αυτός που υποφέρει περισσότερο, αυτός για τον οποίο οι σταθμοί και τα λιμάνια σημαίνουν το λιγότερο, o Abdul που η απελπισία κυριεύει κατά κράτος γιατί ο χωρίς λύση, o χωρίς άνοιγμα από πουθενά, αυτός που βλέπει μόνο πλάτες, την άρνηση ή την αδιαφορία για επικοινωνία του δεύτερού του, το blackout από τη γυναίκα του, τον αναγκαστικό συναγελασμό του με τον αγροίκο αγρότη που είναι ο Nedim, ο Abdul για τον οποίο η φυλακή του καραβιού του ακόμα πιο βασανιστική γιατί εθελούσια. Και σύνθετος, γιατί σπάζει κάτω από μια απάνθρωπη πίεση και σκοτώνει, αυτός ο άνθρωπος της ιεραρχίας, τον ναύτη του, για να αναλάβει ελάχιστα λεπτά μετά και να αρνηθεί την ευκαιρία που του δίνει ο Διαμαντής να διαφύγει τη δίωξη, ίσως γιατί βέβαιος ότι κι’ αν ξέφευγε, κανείς, πουθενά, δεν θα τον περίμενε.

Άνισος, γιατί όσο κι’ αν του αναγνωρίσουμε το στοιχείο της πίεσης, τίποτε στην μέχρι τη συμπλοκή παρουσία του δεν προδικάζει μία τόσο ακραία συμπεριφορά, όσο αυτή του φόνου. Επί πλέον, είναι στη σκηνή της συμπλοκής και μόνο, που ανακαλύπτουμε έναν Abdul τέρας δύναμης και μυώνων που διαλύουν τον Nedim, μετά από μία απηνή καταδίωξη και σε έναν γύρο ελάχιστων λεπτών.

O Διαμαντής:

Ο Διαμαντής που μεταφέρει μέσα του το Αιγαίο περισσότερο και από τη Μεσόγειο ή τον ωκεανό. Ο Διαμαντής των λιμανιών και των ανοιχτών λογαριασμών που επιμένει να τους κλείσει με ό,τι κόστος αυτό μπορεί να έχει για τον ίδιο. Με τη γυναίκα-ανάμνηση που θα ξανασυναντήσει όταν αυτή θα είναι πια νεκρή και που θα βρεθεί μαζί -εδώ μια τεράστια αγκαλιά- με την κόρη του, με μια καινούρια γυναίκα-θησαυρό και καταφύγιο, και, επί πλέον, παρηγορητής της γυναίκας του Abdul, αυτός ο μόλις πριν από λίγες ώρες εν ψυχρώ δολοφόνος.

Είναι στον Διαμαντή που ο Izzo επιφυλάσσει την ειρήνη και τη δικαίωση. Μία εκκεντρική προτεραιότητα στη σειρά αξιών, αλλά τι είναι λογικό και αναμενόμενο στη ζωή και ο Izzo δεν κάνει άλλο παρά να καταγράφει το συνήθως συμβαίνον.
Το κείμενο έγραψε ο Αντώνης Γκόλτσος
Georges Simenon
(13/02/1903 - 04/9/1989)

Maigret et le corps sans tête - 1955

Το γράφει σε ηλικία 52 ετών. Θα συνεχίσει να γράφει Maigret μέχρι το 1972, σε ηλικία 69 ετών.


Τα σχόλια/Οι παρατηρήσεις
Τυπικός Simenon/Maigret:
O Maigret των μικρομεσαίων και των παριών.

Οι αργοί, παρακμιακοί ρυθμοί του Simenon, σε δεν μπορεί-περισσότερο κλασική εκδοχή. Εξ άλλου, ο Simenon είναι σαφώς ανώτερος στην ανάπτυξη ενός ψυχογραφήματος, από ότι στην περιγραφή της δράσης. Ο κόσμος του Simenon είναι, κατά κανόνα, ένας κόσμος στατικός.

Στο διήγημα, ο Maigret δεν εγκαταλείπει το Παρίσι, αλλά οι περιγραφές - που πρέπει να αναφέρονται στο προπολεμικό Παρίσι - έχουν έντονο χρώμα επαρχίας.

Το αλκοόλ/μάστιγα-τυπικό όσο και “αυτο-βιογραφικό” εύρημα Simenon- πανταχού παρόν (ο Maigret δεν συνιστά εξαίρεση… cf. Συνάντηση με τον συμβολαιογράφο Canonge).

Κλασική ώσμωση Maigret/δράστη (η κα Maigret φθάνει να υπαινίσσεται έλξη του Επιθεωρητή προς την κυρία Calas), με τον Επιθεωρητή / παρατηρητή κοινωνικών συμπεριφορών (που κι’ αν δεν τις δικαιολογεί σε όρους παραβατικότητας, φαίνεται να τις καταλαβαίνει).

· Ο Maigret παραμένει ο άνθρωπος που γεννήθηκε στην επαρχία. Οι αναφορές του Simenon στην επαρχία γίνονται με συμπάθεια και όποτε ο Maigret αναφερθεί στην καταγωγή του δεν είναι χωρίς κάποιο πείσμα, ή είναι για να στηρίξει κάποιο επιχείρημα. Αντίθετα οι αναφορές στους “ευγενείς” και στην ιντελιγκέντσια της επαρχίας συχνά αγγίζουν την καρικατούρα (αναφορά σε Boissancourt και Canonge).

· Και βέβαια, μία εξαιρετική γλώσσα και ατμόσφαιρα. Δεν είναι σύμπτωση που ο André Gide θεωρεί τον Simenon, για τους γαλλόφωνους, σαν τον πιο πραγματικά μυθιστοριογράφο (“vraiment romancier”) της εποχής του!



Ο μύθος
Το περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση είναι εξαιρετικά περιορισμένο σε έκταση (το μέσο του καναλιού του Saint Martin, μέχρι το αρχηγείο της Αστυνομίας Quai des Orfèvres, απέχει περί τα δύο χιλιόμετρα) και δεν “βγαίνει” ποτέ από αυτό.

Oι δράστες είναι περίπου γνωστοί από την αρχή. Οι εικασίες της αρχής δεν διαψεύδονται, αφού ανατροπή δεν συμβαίνει.

Ελάχιστες διέξοδοι για εναλλακτικούς δράστες (ουσιαστικά μία, ο νεαρός Antoine).

Ένας μύθος γραμμικός, χωρίς ανατροπές.

Η γραμμικότητα του μύθου φθάνει στο σημείο να φέρνει τον Maigret, σε συμπτωματική επαφή με τον δράστη από την αρχή του διηγήματος. Αν ο τυπικός αστυνομικός μύθος επιβάλλει πρώτα την έρευνα για την ανακάλυψη του δράστη και μετά την προσπάθεια για την απόδειξη της ενοχής, εδώ ο δράστης “προσφέρεται” στον Maigret από την αρχή και ο ένοχος (η κυρία Calas) σε μία συστηματική επίδειξη παθητικότητας, απόρροια της αιθυλικής τoυ εξάρτησης και της συνακόλουθης κατατονίας, περίπου παραδίδεται μετά την πρώτη σοβαρή προσπάθεια ενοχοποίησής του (μία και μόνη φορά αρνήθηκε την ενοχή της στον Επιθεωρητή και όχι γιατί ο Maigret τη ρωτάει ευθέως).

Συμπερασματικά, ένα διήγημα χωρίς εκ-πλήξεις, πρακτικά χωρίς σασπένς, με τους δράστες ενός φρικτού εγκλήματος σε κοντράστ με την κοινοτοπία τους...

Και, παρ’ όλα αυτά,
η μαγεία του Simenon, παρούσα!...

Οι χαρακτήρες

Ο Maigret:

Ο τυπικός Maigret. Σώμα αργό, πνεύμα εύστροφο, ακόμα και έχοντας πιει περισσότερο από αρκετά (ευτυχώς που δεν οδηγεί, θα αποτύγχανε στο αλκοτέστ, τουλάχιστον στις μισές σελίδες του διηγήματος...).

Στο διήγημα υπάρχουν δύο πτυχές του Maigret που δεν εμφανίζονται συχνά:

Η πρώτη είναι η συμπεριφορά του υπό καθεστώς πίεσης. Ο Simenon δεν έχει συνηθίσει τον ανα-γνώστη σε έναν Maigret υπό πίεση, σχεδόν ανα-κρινόμενο, εδώ από τον ανακριτή Coméliau. Ο Maigret αντιμετωπίζει τον Coméliau, δεν χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, με μία περίπου σαρκαστική διάθεση, μη αποφεύγοντας να συντηρεί την πίπα του αναμμένη, όχι απλά ένα πταίσμα για τα στάνταρτς του ανακριτή.

Η δεύτερη ατυπική πτυχή είναι η απόσταση που κρατάει ο Maigret από τα παιχνίδια εξουσίας. Φαίνεται να εκχωρεί, κι’ αυτό όχι με ιδιαίτερη δυσφορία, τον θρίαμβο της ομολογίας στον ανακριτή, ικανοποιούμενος με την λιγότερο προφανή για τον αναγνώστη αναγνώριση της επιτυχίας του από τους συναδέλφους του της Υπηρεσίας.

Κατά τα άλλα, ο κλασικός Maigret, ο τυπικός μεσοαστός gourmand/gourmé, o Επιθεωρητής ο πάντα διαθέσιμος, κι’ αυτό πολύ πέρα από την καθαρά επαγγελματική ηδονή, να διαβάσει ανάμεσα στις γραμμές και το ίδιο έτοιμος να ακούσει τον ένοχο που έχει πολλά κοινά με τον αθώο (κυρία Calas) και τον αθώο που μοιράζεται πολλά στοιχεία με τον ένοχο (η κόρη Calas).

H κυρία Calas:

Δολοφόνος ή συνεργός, μικρή σημασία έχει, η κυρία Calas είναι η τραγική ηρωίδα. Γυρίζει την πλάτη στον αιφνίδιο πλουτισμό, εξέλιξη-ονείρωξη για τον κοινωνικό της περίγυρο, εύκολο θύμα του αλκοόλ, του Calas-κτήνους και των περαστικών εραστών. Εκπληκτικής δύναμης περιγραφή χαρακτήρα από έναν Simenon, που μοιράζεται με την ηρωίδα του το πάθος για το αλκοόλ (στο οποίο ο ίδιος επανερχόταν, παρ’ ότι θεωρείται ότι διέκοπτε τη χρήση για μεγάλα διαστήματα), αλλά και τις εξωσυζυγικές επαφές. Η Calas θα ήταν το ιδανικό δείγμα για μία διατριβή ψυχολόγου. Ορφανή -και από πολύ νωρίς- από μητέρα, και σε χρόνια ρήξη με ένα νευρωτικό και μίζερο πατέρα τον οποίο εγκαταλείπει -περισσότερο από πρόκληση ή εκδίκηση- στα δέκα επτά της με έναν αγροίκο επιστάτη πατέρα του παιδιού της, και, απλά, να υποκαταστήσει την καταθλιπτική οικογενειακή εσωστρέφεια με τη συστηματική παθητική βία και το αλκοόλ. Είναι ακριβώς αυτή η πληθώρα αρνητικών ερεθισμάτων που έχουν περιορίσει την μητέρα Calas σε μία “resignation acquise” (αυτο-εγκατάλειψη), συμπεριφορά που εκφράζεται μέσα από μία μόνιμη κατάθλιψη και ένα σώμα accessoire. Η Calas υποκαθιστά την οικογενειακή ψυχολογική βία με την παθητική φυσική βία και το αλκοόλ, μία παράδοση βίας που συντηρείται από τα παιδικά της χρόνια, που θα της επιτρέψει, αν δεν την οδηγήσει, σε ένα χωρίς αναστολές φρικτό έγκλημα, που, γι’ αυτήν, δεν είναι παρά μία άλλη έκφραση βίας.

Η κόρη Calas :

Εδώ επαναλαμβάνεται το μοντέλο της μητέρας Calas. Kατά το ότι η Lucette Calas επιμένει να ξεχάσει, να απομακρυνθεί και να ξεχάσει. Η αποξένωση από την οικογένεια φαίνεται να έχει γονιδιακές ρίζες στους Calas. Kάτι που κάνει την μοναξιά, ειδικά της μητέρας-Calas, περισσότερο αφόρητη. Αλλά η Lucette Calas πατάει γερά στα πόδια της. Είναι, στην ουσία, η μόνη θετική -αν όχι αισιόδοξη- πινελιά του Simenon στο διήγημα. Μέχρι τη φυγή της από την οικογένεια, δεν δια-φέρει πολύ από τις εμπειρίες της μητέρας της.

Είναι μετά τη φυγή της που η κόρη καταφέρνει να επιζήσει, επιφυλάσσοντας στον εαυτό της ένα σύντροφο του επιπέδου του γιατρού Lavaud, έναντι του Omer Calas της μητέρας της. Και μία παρατήρηση, εδώ. Δεν ξέρω αν ήταν μέσα στις προθέσεις του Simenon, αλλά βρίσκω το προφίλ της Lucette Calas περίπου άσηπτο, αποστειρωμένο, τελικά σχεδόν χωρίς ενδιαφέρον. Είναι γιατί παροξύτονο στην ατμόσφαιρα των ανθρώπινων κουρελιών που κατακλύζουν το διήγημα, ή γιατί το αισιόδοξο και το θετικό δεν έχουν θέση, όταν δεν υπερτονίζουν, την αδιέξοδη ατμόσφαιρα παρακμής, που χτίζει ο Simenon, από εξώφυλλο σε εξώφυλλο;

O ανακριτής Coméliau :

O ανακριτής είναι μία ιδιαίτερη πινελιά στους χαρακτήρες του Simenon. Μία σύνθεση ευφυΐας και ανελαστικότητας, ένας άνθρωπος σε κώδωνα, ανίκανος να αντιληφθεί και να κινηθεί στις αποχρώσεις, απολίθωμα έτοιμο να κρίνει τους ανθρώπους πίσω από το φίλτρο που του επιβάλλουν η μεγαλοαστική του καταγωγή και η αποστροφή του για το κοινωνικά αποκλίνον. Αν ο Coméliau αδυνατεί να απαλλαγεί από το βρόχο που του επιβάλλουν τα ταμπού και οι αρχές του, ο Maigret, το αρχέτυπο του συζητήσιμα έξυπνου, αλλά αναμφισβήτητα σοφού home du terrain, είναι πάντα έτοιμος να ανεχτεί τη συνεργασία, λίγο προκαλώντας, λίγο εκχωρώντας, λίγο σαρκάζοντας, ποτέ αρνούμενος ή υπονομεύοντας. Θα ήταν ενδιαφέρον, και για την κινηματογραφική οπτική του πράγματος - γιατί η Σιμενόνια γραφή είναι αναμφισβήτητα, όσο και εγγενώς, κινηματογραφική - να υπήρχε κάποια ή κάποιες σελίδες διαλόγου μεταξύ του ανακριτή και της κυρίας Calas. Θα ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να υποδειχθεί η χαώδης απόσταση των δύο και η προεξοφλούμενη χρεοκοπία στην επικοινωνία ανάμεσα σε αυτούς που μιλούν την ίδια γλώσσα και καταλαβαίνουν διαφορετικά. Αλλά ο Simenon είναι σχεδόν απαρέγκλιτα Maigret-κεντρικός, στην εξέλιξη και στην όποια δράση των διηγημάτων όπου ο Επιθεωρητής πρωταγωνιστεί.

Το κείμενο έγραψε ο Αντώνης Γκόλτσος