Jean-Claude Izzo
(20/61945-26/01/2000)
Les marins perdus - 1997
Το γράφει σε ηλικία 52 ετών, επίσης! Πεθαίνει, τρία χρόνια μετά, από καρκίνο του πνεύμονα.
(20/61945-26/01/2000)
Les marins perdus - 1997
Το γράφει σε ηλικία 52 ετών, επίσης! Πεθαίνει, τρία χρόνια μετά, από καρκίνο του πνεύμονα.
Τα σχόλια/Οι παρατηρήσεις
· Ο Izzo της Μεσογείου, του γυναικείου σώματος, της καθημερινότητας και του νόστου, της απεραντοσύνης και του κλειστόφοβου. Και πάνω από όλα, ο Izzo της μεγάλης του ερωμένης, της Μασσαλίας του, από την οποία κι’ αν, όταν απογοητευμένος, έφευγε, σ’ αυτήν πάντα ξαναγύριζε, γιατί ένα με το φως της. Και με τις σκιές της...
· Οι σκηνογραφίες του Izzo είναι ιδιαίτερα υπογραμμισμένες, τα κοντράστ του φωτισμού εξαιρετικά έντονα. Από το διατρητικό φως στη θάλασσα και στους λόφους της πόλης, στο ημίφως των φτηνότατων καμπαρέ και στο σκοτάδι των διαδρόμων ενός καραβιού-κουφάρι αναμνήσεων και ανώφελης ελπίδας.
· Πληθώρα χαρακτήρων, οι πρωταγωνιστές απόλυτα αναγνωρίσιμοι, αλλά και οι δευτερεύοντες ρόλοι, κύρια γυναίκες, πάντα οιονεί παρόντες. Ακόμα και όταν απούσες, σειρήνες και ερινύες, λαοκόντεια συμπλέγματα που έλκουν -με δύναμη καταλυτική- άντρες στο όριο της μοναξιάς και της απόγνωσης. Και στον αφανισμό. Αναπότρεπτα.
· Η ατμόσφαιρα του Izzo συχνά αγγίζει και όχι σπάνια ξεπερνάει τον κορεσμό. Όλα είναι στον υπερθετικό. Το συναίσθημα, η μνήμη, η απόγνωση, η τύψη, ο φόβος, ο φόβος της λήθης και της εγκατάλειψης. Άνθρωποι που έχουν έρθει από τις γωνιές της Μεσογείου για να διασταυρωθούν στην αποξένωση και στον τρόμο, τον τρόμο μη ξεχαστούν και μη ξεχάσουν.
· Υπάρχει μία θεατρικότητα στον Izzo, μία εξαιρετική αίσθηση του διαλόγου, και μία οικονομία που δίνει στιβαρότητα και αξιοπιστία. Και μία ένταση, συχνά αφόρητα πνιγηρή, που δεν την προσφέρουν τα επίθετα, αλλά τα ουσιαστικά και οι εικόνες.
· Από την άλλη, ο Izzo δεν είναι του υπαινιγμού και του έμμεσου. Όλα, σκέψη, πράξη, αίσθημα, όλα καταιονισμένα με το φως της Μεσογείου, συχνά εκτυφλωτικά έντονο, και, παρ’ όλα αυτά, σχεδόν μεταφυσικό, χωρίς σκιές... Αν ο Izzo είναι νουάρ, είναι από τους πιο φωτισμένους...
· Και εδώ μία γλώσσα εύρημα, ναυτισμοί και Μαρσεγέζικη αργκό, κουβέντες από τα πέρατα της Μεσογείου, από το άναρχο των διαλόγων στο δομημένο της αφήγησης, σχεδόν κάθε παράγραφος κρύβει έναν μικρό ή έναν μεγάλο θησαυρό. Και είναι στον αναγνώστη-πειρατή-με-το-ξύλινο-πόδι, να τον ανακαλύψει...
Ο μύθος
Η θάλασσα και η μοναξιά. Μακριά από οτιδήποτε ρομαντικό ή το ποιητικό. Αντίθετα, ό,τι σκληρό και χωρίς επιτήδευση απάνθρωπο. Άντρες που η ανάγκη, ή, απλά, η θάλασσα ερωμένη, η θάλασσα σειρήνα, σπρώχνει μακριά από ζεστές αγκαλιές, ή που τις επιτρέπει σαν σύντομο διάλειμμα, και που αναβάλλει την επιστροφή σ’ αυτές, όταν δεν την αποκλείει.
Τρεις ιστορίες, η ιστορία του Abdul, του Διαμαντή και του Nedim. Ιστορίες παράλληλες. Όπου τέμνονται, θα είναι για τον καβγά ή για τον θάνατο. Κι’ όλες να πατάνε με το ένα πόδι σε ένα σαπιοκάραβο που αλλάζει με τη σκουριά του και με το άλλο σε φτηνά μπορντέλα που περιμένουν να πληρωθούν, ιστοί ανθρωποφάγου αράχνης, τους τόκους της μοναξιάς.
Σαν δομή και σαν εξέλιξη, η ιστορία είναι απλή. Για αρκετά μετά τη μέση του βιβλίου συνεχίζεις να διερωτάσαι αν ο μύθος υπακούει στις νόρμες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αν θεωρηθεί ότι νόρμες υπάρχουν. Στον Izzo είσαι σε ένα νουάρ με σαφές κοινωνικό περίγραμμα. Η έμφαση στις αρχές τις ιστορίας, σχετικά με τη χρεοκοπία του πλοιοκτήτη -χρεοκοπία των κανόνων δικαίου περισσότερο- και οι συνέπειές της στο πλήρωμα, συνέπειες όχι μόνο οικονομικές, σκιαγραφούν τον Izzo του PCF, της περιόδου 1968-1978, αλλά και των άλλων λιγότερο ριζοσπαστικών περιόδων του συγγραφέα -η κοινωνική ευαισθησία δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Izzo, τον στρατευμένο είτε με την Καθολική Νεολαία, είτε με τους Σοσιαλιστές, είτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα-.
Η ιστορία των τριών “καταραμένων” ναυαγών της ξηράς δίνει την ευκαιρία στον Izzo να καλύψει όλο το δυνατό εύρος “λύσεων”. Ο θάνατος για τον Nedim, η κάθαρση της καταδίκης και η φυλακή για τον Abdul, η ατιμωρησία-διαφυγή για τον Διαμαντή, σε συνδυασμό με την παρουσία του από μηχανής θεού στο πρόσωπο -και στο σώμα- της Μariette. Ένας μύθος εξαιρετικά σκληρός που, πάντως, κλείνει περίπου κατ’ ευχήν. Εδώ βρίσκω μία -όχι και τόσο- μικρή ασυνέπεια στη σκληρότητα του μύθου, ίσως και μία απόφαση “βολέματος”, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Έχουμε μία συνεχή διαδρομή σε συνεπές μαύρο, να κλείνει επάνω σε έναν τοίχο σε ροζ απόχρωση, που ξαφνιάζει. Θα ήταν, πιθανώς, συνεπέστερο για τον εξ ίσου “καταραμένο” Διαμαντή, μία
κατάληξη που θα τον καταδίκαζε -σαν έναν άλλον Ιπτάμενο Ολλανδό- σε ένα στο διηνεκές ταξίδι!...
Λέω, ίσως!...
Τρεις ιστορίες, η ιστορία του Abdul, του Διαμαντή και του Nedim. Ιστορίες παράλληλες. Όπου τέμνονται, θα είναι για τον καβγά ή για τον θάνατο. Κι’ όλες να πατάνε με το ένα πόδι σε ένα σαπιοκάραβο που αλλάζει με τη σκουριά του και με το άλλο σε φτηνά μπορντέλα που περιμένουν να πληρωθούν, ιστοί ανθρωποφάγου αράχνης, τους τόκους της μοναξιάς.
Σαν δομή και σαν εξέλιξη, η ιστορία είναι απλή. Για αρκετά μετά τη μέση του βιβλίου συνεχίζεις να διερωτάσαι αν ο μύθος υπακούει στις νόρμες της αστυνομικής λογοτεχνίας, αν θεωρηθεί ότι νόρμες υπάρχουν. Στον Izzo είσαι σε ένα νουάρ με σαφές κοινωνικό περίγραμμα. Η έμφαση στις αρχές τις ιστορίας, σχετικά με τη χρεοκοπία του πλοιοκτήτη -χρεοκοπία των κανόνων δικαίου περισσότερο- και οι συνέπειές της στο πλήρωμα, συνέπειες όχι μόνο οικονομικές, σκιαγραφούν τον Izzo του PCF, της περιόδου 1968-1978, αλλά και των άλλων λιγότερο ριζοσπαστικών περιόδων του συγγραφέα -η κοινωνική ευαισθησία δεν εγκατέλειψε ποτέ τον Izzo, τον στρατευμένο είτε με την Καθολική Νεολαία, είτε με τους Σοσιαλιστές, είτε με το Κομμουνιστικό Κόμμα-.
Η ιστορία των τριών “καταραμένων” ναυαγών της ξηράς δίνει την ευκαιρία στον Izzo να καλύψει όλο το δυνατό εύρος “λύσεων”. Ο θάνατος για τον Nedim, η κάθαρση της καταδίκης και η φυλακή για τον Abdul, η ατιμωρησία-διαφυγή για τον Διαμαντή, σε συνδυασμό με την παρουσία του από μηχανής θεού στο πρόσωπο -και στο σώμα- της Μariette. Ένας μύθος εξαιρετικά σκληρός που, πάντως, κλείνει περίπου κατ’ ευχήν. Εδώ βρίσκω μία -όχι και τόσο- μικρή ασυνέπεια στη σκληρότητα του μύθου, ίσως και μία απόφαση “βολέματος”, στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου. Έχουμε μία συνεχή διαδρομή σε συνεπές μαύρο, να κλείνει επάνω σε έναν τοίχο σε ροζ απόχρωση, που ξαφνιάζει. Θα ήταν, πιθανώς, συνεπέστερο για τον εξ ίσου “καταραμένο” Διαμαντή, μία
κατάληξη που θα τον καταδίκαζε -σαν έναν άλλον Ιπτάμενο Ολλανδό- σε ένα στο διηνεκές ταξίδι!...
Λέω, ίσως!...
Οι χαρακτήρες
Ο Nedim:
Το κλασικό προφίλ του “misfit”, του σωστού αριστερού παπουτσιού στο σωστό δεξί πόδι. Ο δεν-μπορεί-περισσότερο-αγρότης που η ανάγκη τον σπρώχνει στη θάλασσα, στο ρευστό, αυτόν που έχει ανάγκη από ένα κλαδί για να κρατιέται. Ο πονηρός που όλοι δέρνουν, ο έξω καρδιά, ο ανοιχτός σε όλα, ο όπου λιμάνι και πατρίς, ο αχαλίνωτος αγοραστής του αγοραίου έρωτα, όπου του δοθεί η ευκαιρία, η γυναίκα, η όποια γυναίκα.
Αν κανείς ψάχνει τη συνέπεια σαν προεξάρχον λογοτεχνικό στοιχείο ενός χαρακτήρα, ο Nedim είναι ο συνεπέστερος χαρακτήρας του Izzo στους Βατσιμάνηδες. Ξέρεις τι θα κάνει στην επόμενη σελίδα, γιατί είναι ο τελευταίος που θα μάθει από τα λάθη του, γι’ αυτόν που το μάθημα είναι πάθημα και τίποτα πάρα πέρα. Και που θα επαναστατήσει στον καπετάνιο του μόνο για μια γυναίκα που δεν έχει καν κατακτήσει, γιατί έτσι “πρέπει”.
Ο Abdul Aziz:
Νομίζω ότι ο Abdul είναι ο πιο σύνθετος, αλλά και ο πιο άνισος χαρακτήρας του βιβλίου.
Σύνθετος, γιατί o πιο δεμένος με τις ρίζες του και συγχρόνως ο πιο “όμηρος” της θάλασσας, για την υποχρέωση που πιστεύει ότι έχει απέναντι σε έναν επαγγελματία της απάτης που έσωσε την οικογένειά του, αλλάζοντας τη ρότα ενός από τα καράβια του. Ο Abdul είναι αυτός που υποφέρει περισσότερο, αυτός για τον οποίο οι σταθμοί και τα λιμάνια σημαίνουν το λιγότερο, o Abdul που η απελπισία κυριεύει κατά κράτος γιατί ο χωρίς λύση, o χωρίς άνοιγμα από πουθενά, αυτός που βλέπει μόνο πλάτες, την άρνηση ή την αδιαφορία για επικοινωνία του δεύτερού του, το blackout από τη γυναίκα του, τον αναγκαστικό συναγελασμό του με τον αγροίκο αγρότη που είναι ο Nedim, ο Abdul για τον οποίο η φυλακή του καραβιού του ακόμα πιο βασανιστική γιατί εθελούσια. Και σύνθετος, γιατί σπάζει κάτω από μια απάνθρωπη πίεση και σκοτώνει, αυτός ο άνθρωπος της ιεραρχίας, τον ναύτη του, για να αναλάβει ελάχιστα λεπτά μετά και να αρνηθεί την ευκαιρία που του δίνει ο Διαμαντής να διαφύγει τη δίωξη, ίσως γιατί βέβαιος ότι κι’ αν ξέφευγε, κανείς, πουθενά, δεν θα τον περίμενε.
Άνισος, γιατί όσο κι’ αν του αναγνωρίσουμε το στοιχείο της πίεσης, τίποτε στην μέχρι τη συμπλοκή παρουσία του δεν προδικάζει μία τόσο ακραία συμπεριφορά, όσο αυτή του φόνου. Επί πλέον, είναι στη σκηνή της συμπλοκής και μόνο, που ανακαλύπτουμε έναν Abdul τέρας δύναμης και μυώνων που διαλύουν τον Nedim, μετά από μία απηνή καταδίωξη και σε έναν γύρο ελάχιστων λεπτών.
O Διαμαντής:
Ο Διαμαντής που μεταφέρει μέσα του το Αιγαίο περισσότερο και από τη Μεσόγειο ή τον ωκεανό. Ο Διαμαντής των λιμανιών και των ανοιχτών λογαριασμών που επιμένει να τους κλείσει με ό,τι κόστος αυτό μπορεί να έχει για τον ίδιο. Με τη γυναίκα-ανάμνηση που θα ξανασυναντήσει όταν αυτή θα είναι πια νεκρή και που θα βρεθεί μαζί -εδώ μια τεράστια αγκαλιά- με την κόρη του, με μια καινούρια γυναίκα-θησαυρό και καταφύγιο, και, επί πλέον, παρηγορητής της γυναίκας του Abdul, αυτός ο μόλις πριν από λίγες ώρες εν ψυχρώ δολοφόνος.
Είναι στον Διαμαντή που ο Izzo επιφυλάσσει την ειρήνη και τη δικαίωση. Μία εκκεντρική προτεραιότητα στη σειρά αξιών, αλλά τι είναι λογικό και αναμενόμενο στη ζωή και ο Izzo δεν κάνει άλλο παρά να καταγράφει το συνήθως συμβαίνον.
Το κείμενο έγραψε ο Αντώνης Γκόλτσος